παμῶχος

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμῶχος Medium diacritics: παμῶχος Low diacritics: παμώχος Capitals: ΠΑΜΩΧΟΣ
Transliteration A: pamō̂chos Transliteration B: pamōchos Transliteration C: pamochos Beta Code: pamw=xos

English (LSJ)

ὁ, Doric for Παμοῦχος, owner, Hsch.

German (Pape)

[Seite 455] ὁ, dor. = παμοῦχος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πᾱμῶχος: ὁ, Δωρ. ἀντὶ παμοῦχος, «ὁ κύριος» Ἡσύχ.. - οὕτω, πᾱμωχέω, κατέχω κέκτημαι, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 168. ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἔχει παμωχίων = κεκτημένος.

Greek Monolingual

παμῶχος, ὁ (Α)
κάτοχος, κύριος, ιδιοκτήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶμα «κτήμα» + -οχος (< ἔχω)].