3,277,060
edits
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />dépense faite mal à propos <i>ou</i> en pure perte.<br />'''Étymologie:''' [[παραναλίσκω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />dépense faite mal à propos <i>ou</i> en pure perte.<br />'''Étymologie:''' [[παραναλίσκω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[παραναλίσκω]] / <i>παραναλόω</i>]<br />αυτό που ανώφελα, [[χωρίς]] λόγο καταναλώθηκε ή αυτό που άδικα καταστράφηκε<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «έγινε [[παρανάλωμα]] φωτιάς» — κάηκε εντελώς, καταστράφηκε [[τελείως]], έγινε [[ολοκαύτωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που τυχαία δαπανήθηκε<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παρανάλωμα]] [[γίνομαι]]»<br />(<b>για πρόσ.</b>) καταστρέφομαι [[μάταια]], αφανίζομαι ανώφελα. | |||
}} | }} |