Anonymous

παρανάλωμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρᾰνάλωμα''': τό, τὸ ἀνωφελῶς ἢ περιττῶς ἀναλωθέν, καὶ τὸ πάρεργον [[ἀνάλωμα]], τοῦ πολέμου Πλουτ. Πύρρ. 30, κτλ.· χρόνου Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 17· - ἐπὶ προσώπου, βάρος μόνον καὶ μηδὲν [[ἄλλο]], [[ἄχθος]], [[φορτίον]], Δημάδης 178. 35, πρβλ. Wessel. εἰς Διόδ. 14. 5.
|lstext='''παρᾰνάλωμα''': τό, τὸ ἀνωφελῶς ἢ περιττῶς ἀναλωθέν, καὶ τὸ πάρεργον [[ἀνάλωμα]], τοῦ πολέμου Πλουτ. Πύρρ. 30, κτλ.· χρόνου Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 17· - ἐπὶ προσώπου, βάρος μόνον καὶ μηδὲν [[ἄλλο]], [[ἄχθος]], [[φορτίον]], Δημάδης 178. 35, πρβλ. Wessel. εἰς Διόδ. 14. 5.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />dépense faite mal à propos <i>ou</i> en pure perte.<br />'''Étymologie:''' [[παραναλίσκω]].
}}
}}