3,274,216
edits
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] [[κατά]] [[μέρος]] σκόπιμα ή από [[λάθος]]<br /><b>2.</b> δεν [[αναφέρω]] [[κάτι]] σκόπιμα ή [[επειδή]] το λησμόνησα, [[παρασιωπώ]] [[κάτι]], [[παρατρέχω]] (α. «παρέλειψε να μάς αναφέρει την [[κατάσταση]]» β. «ἕν δ' εἰπὲ [[πάντα]] παραλιπών», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αμελώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] ή [[αφήνω]] [[κάτι]] ανεκτέλεστο, [[παραμελώ]] («παρέλειψα να διαβάσω την [[επιστολή]] που μού έστειλε»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «Παραλειπομένων Βίβλος»<br /><b>εκκλ.</b> [[τίτλος]] ιστορικού βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης το οποίο διαιρέθηκε σε δύο τμήματα από τους Εβδομήκοντα και περιλαμβάνει όσα παραλείφθηκαν από προγενέστερα ιστορικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης και ιδιαίτερα από τα βιβλία Α'-Δ' Βασιλειών<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τα παραλειπόμενα</i><br />όσα παραλείπει [[κανείς]] ως περιττά ή ευκόλως εννοούμενα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται» — παραλείπεται, παρασιωπάται ό,τι υπάρχει η [[δυνατότητα]] να εννοηθεί εύκολα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον τον χρόνο να κάνει [[κάτι]] («οὐδενὶ τῶν ἄλλων παραλιπὼν λόγον», Αισχίν.)<br /><b>2.</b> δεν [[λαμβάνω]] υπ' όψιν μου σε [[διαθήκη]]<br /><b>3.</b> [[παύω]], [[σταματώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. παρακμ.) <i>τὰ παραλελειμμένα</i><br />όσα έχουν παρασιωπηθεί. | |mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] [[κατά]] [[μέρος]] σκόπιμα ή από [[λάθος]]<br /><b>2.</b> δεν [[αναφέρω]] [[κάτι]] σκόπιμα ή [[επειδή]] το λησμόνησα, [[παρασιωπώ]] [[κάτι]], [[παρατρέχω]] (α. «παρέλειψε να μάς αναφέρει την [[κατάσταση]]» β. «ἕν δ' εἰπὲ [[πάντα]] παραλιπών», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αμελώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] ή [[αφήνω]] [[κάτι]] ανεκτέλεστο, [[παραμελώ]] («παρέλειψα να διαβάσω την [[επιστολή]] που μού έστειλε»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «Παραλειπομένων Βίβλος»<br /><b>εκκλ.</b> [[τίτλος]] ιστορικού βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης το οποίο διαιρέθηκε σε δύο τμήματα από τους Εβδομήκοντα και περιλαμβάνει όσα παραλείφθηκαν από προγενέστερα ιστορικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης και ιδιαίτερα από τα βιβλία Α'-Δ' Βασιλειών<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τα παραλειπόμενα</i><br />όσα παραλείπει [[κανείς]] ως περιττά ή ευκόλως εννοούμενα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται» — παραλείπεται, παρασιωπάται ό,τι υπάρχει η [[δυνατότητα]] να εννοηθεί εύκολα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον τον χρόνο να κάνει [[κάτι]] («οὐδενὶ τῶν ἄλλων παραλιπὼν λόγον», Αισχίν.)<br /><b>2.</b> δεν [[λαμβάνω]] υπ' όψιν μου σε [[διαθήκη]]<br /><b>3.</b> [[παύω]], [[σταματώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. παρακμ.) <i>τὰ παραλελειμμένα</i><br />όσα έχουν παρασιωπηθεί. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραλείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, παρακ. -[[λέλοιπα]]·<br /><b class="num">I.</b> [[αφήνω]] κατά [[μέρος]], [[αφήνω]] να παραμείνει [[πίσω]], [[καταλείπω]], σε Θουκ., Ξεν.· <i>τοῖςἐχθροῖς παραλείπειται</i>, διατηρείται, φυλάσσεται για τους εχθρούς, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[αφήνω]] σε κάποιον [[άλλο]], λόγον τινὶ [[παραλείπω]], [[αφήνω]] σ' αυτόν χρόνο να μιλήσει, σε Αισχίν.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[αφήνω]] στην [[άκρη]], δεν [[λαμβάνω]] υπόψιν, [[αψηφώ]], [[παραμελώ]], σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ. — Παθ., εἴ τις παραλείπεται [[πρόσοδος]], εάν το [[εισόδημα]] είναι ανεπαρκές, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραλείπω]], [[αφήνω]] [[χωρίς]] να πω [[κάτι]], [[παραμελώ]], [[αφήνω]] στην [[άκρη]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὰ παραλειπόμενα</i>, παραλείψεις, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |