Anonymous

παράκαιρος: Difference between revisions

From LSJ
30
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />intempestif ; inconvenant, coupable, criminel.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καιρός]].
|btext=ος, ον :<br />intempestif ; inconvenant, coupable, criminel.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καιρός]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παράκαιρος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που γίνεται σε ακατάλληλη [[στιγμή]] ή αυτός που γίνεται με [[καθυστέρηση]], [[άκαιρος]], όψιμος, [[καθυστερημένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παράκαιρα</i> / <i>παρακαίρως</i>, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σε ακατάλληλη [[στιγμή]], άκαιρα<br /><b>2.</b> με [[καθυστέρηση]], εκπρόθεσμα<br /><b>αρχ.</b><br />περισσότερο από το κανονικό ή από το συνηθισμένο, υπέρμετρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καιρός]].
}}
}}