Anonymous

παράκαιρος: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παράκαιρος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που γίνεται σε ακατάλληλη [[στιγμή]] ή αυτός που γίνεται με [[καθυστέρηση]], [[άκαιρος]], όψιμος, [[καθυστερημένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παράκαιρα</i> / <i>παρακαίρως</i>, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σε ακατάλληλη [[στιγμή]], άκαιρα<br /><b>2.</b> με [[καθυστέρηση]], εκπρόθεσμα<br /><b>αρχ.</b><br />περισσότερο από το κανονικό ή από το συνηθισμένο, υπέρμετρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καιρός]].
|mltxt=-η, -ο / [[παράκαιρος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που γίνεται σε ακατάλληλη [[στιγμή]] ή αυτός που γίνεται με [[καθυστέρηση]], [[άκαιρος]], όψιμος, [[καθυστερημένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παράκαιρα</i> / <i>παρακαίρως</i>, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σε ακατάλληλη [[στιγμή]], άκαιρα<br /><b>2.</b> με [[καθυστέρηση]], εκπρόθεσμα<br /><b>αρχ.</b><br />περισσότερο από το κανονικό ή από το συνηθισμένο, υπέρμετρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καιρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παράκαιρος:''' -ον, [[παράκαιρος]], αυτός που δεν βρίσκεται στο σωστό χρόνο, που βρίσκεται [[εκτός]] εποχής, σε Λουκ.
}}
}}