3,277,121
edits
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de regarder légèrement, négligence.<br />'''Étymologie:''' [[παροράω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />action de regarder légèrement, négligence.<br />'''Étymologie:''' [[παροράω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-άσεως, ἡ ΜΑ [[παρορώ]]<br />[[απροσεξία]] [[κατά]] την [[παρατήρηση]], [[παράβλεψη]], [[αμέλεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />κακή όραση, μειωμένη όραση (α. «ἴλιγγοι τε καὶ παροράσεις» — ζαλάδες και καταστάσεις σκοτοδίνης, <b>Γαλ.</b><br />β. «...παροράσεις [[οἷον]] κωνωπίων προφαινομένων» — προβλήματα στην όραση σαν να πετούν κουνούπια [[μπροστά]] στα μάτια, Ρούφος). | |||
}} | }} |