Anonymous

παρόρασις: Difference between revisions

From LSJ
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de regarder légèrement, négligence.<br />'''Étymologie:''' [[παροράω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />action de regarder légèrement, négligence.<br />'''Étymologie:''' [[παροράω]].
}}
{{grml
|mltxt=-άσεως, ἡ ΜΑ [[παρορώ]]<br />[[απροσεξία]] [[κατά]] την [[παρατήρηση]], [[παράβλεψη]], [[αμέλεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />κακή όραση, μειωμένη όραση (α. «ἴλιγγοι τε καὶ παροράσεις» — ζαλάδες και καταστάσεις σκοτοδίνης, <b>Γαλ.</b><br />β. «...παροράσεις [[οἷον]] κωνωπίων προφαινομένων» — προβλήματα στην όραση σαν να πετούν κουνούπια [[μπροστά]] στα μάτια, Ρούφος).
}}
}}