Anonymous

παταγώδης: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_8)
 
(31)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''παταγώδης''': -ες, ὁ ποιῶν πάταγον, [[θορυβώδης]], ὕποπτ. [[λέξις]], Σουΐδ. ἐν λ. Βησᾶς ἔστηκε.
|lstext='''παταγώδης''': -ες, ὁ ποιῶν πάταγον, [[θορυβώδης]], ὕποπτ. [[λέξις]], Σουΐδ. ἐν λ. Βησᾶς ἔστηκε.
}}
{{grml
|mltxt=-ες<br />αυτός που προκαλεί πάταγο («[[παταγώδης]] [[αποτυχία]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παταγωδώς</i><br />με πάταγο, θορυβωδώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάταγος]]. Το επίρρ. <i>παταγωδώς</i> μαρτυρείται από το 1892 στην [[εφημερίδα]] <i>Ἀκρόπολις</i>, ενώ το επίθ. [[παταγώδης]] από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].
}}
}}