Anonymous

παυσίλυπος: Difference between revisions

From LSJ
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui apaise le chagrin.<br />'''Étymologie:''' [[παύω]], [[λύπη]].
|btext=ος, ον :<br />qui apaise le chagrin.<br />'''Étymologie:''' [[παύω]], [[λύπη]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παυσίλυπος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που καταπαύει, που απομακρύνει τη [[λύπη]] («[[παυσίλυπος]] [[ἄμπελος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>τὸ Παυσίλυπον</i><br />[[έπαυλη]] του Πολλίωνος στη Νεάπολη της Ιταλίας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «άντρον του Παυσίλυπου» — [[σήραγγα]] [[πάνω]] από την οποία υπάρχει ο λεγόμενος [[τάφος]] του Βεργιλίου<br />β) «ὁ [[παυσίλυπος]] [[οἶκος]]» — ο [[τάφος]] <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυσ</i>(<i>ι</i>)- του [[παύω]] (<b>πρβλ.</b> [[παῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>λυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λύπη]]), <b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>λυπος</i>].
}}
}}