Anonymous

παυσίλυπος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παυσίλῡπος''': -ον, ὁ καταπαύων τὴν λύπην ἢ τὸν πόνον, [[Ζεὺς]] Σοφ. Ἀποσπ. 375· [[ἄμπελος]] Εὐρ. Βάκχ. 772· ὁ π. [[οἶκος]], δηλ. ὁ [[τάφος]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1137.
|lstext='''παυσίλῡπος''': -ον, ὁ καταπαύων τὴν λύπην ἢ τὸν πόνον, [[Ζεὺς]] Σοφ. Ἀποσπ. 375· [[ἄμπελος]] Εὐρ. Βάκχ. 772· ὁ π. [[οἶκος]], δηλ. ὁ [[τάφος]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1137.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui apaise le chagrin.<br />'''Étymologie:''' [[παύω]], [[λύπη]].
}}
}}