Anonymous

παχυτράχηλος: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_18)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰχυτράχηλος''': -ον, ὁ παχὺς τὸν τράχηλον, Γεωπ. 19. 2, 2, [[ἔνθα]] διάφ. γραφ. πλατυτράχηλος.
|lstext='''πᾰχυτράχηλος''': -ον, ὁ παχὺς τὸν τράχηλον, Γεωπ. 19. 2, 2, [[ἔνθα]] διάφ. γραφ. πλατυτράχηλος.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει παχύ λαιμό, χοντρόλαιμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τράχηλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μικρο</i>-[[τράχηλος]])].
}}
}}