παχυτράχηλος
From LSJ
English (LSJ)
[τρᾰ], ον, bull-necked, Adam.2.21.
German (Pape)
[Seite 540] dickhalsig, Adam. physiogn. 2, 16, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχυτράχηλος: -ον, ὁ παχὺς τὸν τράχηλον, Γεωπ. 19. 2, 2, ἔνθα διάφ. γραφ. πλατυτράχηλος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει παχύ λαιμό, χοντρόλαιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + τράχηλος (πρβλ. μικροτράχηλος)].