3,277,121
edits
(6_11) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πατρωνῠμικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ πατρικὸν [[ὄνομα]] ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς αὐτό· - τὸ πατρωνυμικὸν (ἐξυπ. [[ὄνομα]]) = τῷ προηγ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 133, Γραμμ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐπιφάν. | |lstext='''πατρωνῠμικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ πατρικὸν [[ὄνομα]] ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς αὐτό· - τὸ πατρωνυμικὸν (ἐξυπ. [[ὄνομα]]) = τῷ προηγ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 133, Γραμμ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐπιφάν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[πατρωνυμικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πατρώνυμος]]<br />αυτός που προέρχεται, που σχηματίστηκε από το πατρικό όνομα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γραμμ.</b> <i>τα πατρωνυμικά</i><br />(ενν. <i>ονόματα</i>) τα κύρια ονόματα που σχηματίζονται από το όνομα του [[πατέρα]] ή του γενάρχη της οικογένειας και σημαίνουν την [[καταγωγή]] από αυτούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πατρωνυμικόν</i><br />όνομα ή [[τύπος]] που σχηματίστηκε από το πατρικό όνομα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πατρωνυμικῶς</i> Μ<br />με πατρωνυμικό («προσαγορευθῆναι πατρωνυμικῶς», Επιφάν.). | |||
}} | }} |