πατρωνυμικός
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
πατρωνυμική, πατρωνυμικόν, derived from one's father's name, patronymic, ὄνομα D.H.3.48, cf. D.T.634.26, S.E.M. 1.133; τύπος A.D.Conj.248.6: -κόν, τό, ib.7.
German (Pape)
[Seite 537] ή, όν, nach der Benennung vom Vater her, nach dem Namen des Vaters gebildet, bes. τὸ πατρωνυμικόν, sc. ὄνομα, der Name, der von des Vaters Namen abgeleitet wird, um Einen zu bezeichnen, wie Πηλείδης, des Peleus Sohn, d. i. Achilleus, Gramm. u. Scholl., die auch das adv. brauchen, Schol. Il. 1, 392.
Russian (Dvoretsky)
πατρωνῠμικός: произведенный от имени отца, служащий отчеством Sext.
Greek (Liddell-Scott)
πατρωνῠμικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ πατρικὸν ὄνομα ἢ ὅμοιος πρὸς αὐτό· - τὸ πατρωνυμικὸν (ἐξυπ. ὄνομα) = τῷ προηγ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 133, Γραμμ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐπιφάν.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πατρωνυμικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πατρώνυμος
αυτός που προέρχεται, που σχηματίστηκε από το πατρικό όνομα
νεοελλ.
γραμμ. τα πατρωνυμικά
(ενν. ονόματα) τα κύρια ονόματα που σχηματίζονται από το όνομα του πατέρα ή του γενάρχη της οικογένειας και σημαίνουν την καταγωγή από αυτούς
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πατρωνυμικόν
όνομα ή τύπος που σχηματίστηκε από το πατρικό όνομα.
επίρρ...
πατρωνυμικῶς Μ
με πατρωνυμικό («προσαγορευθῆναι πατρωνυμικῶς», Επιφάν.).