Anonymous

πάροξυς: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_22)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάροξυς''': υ, [[ὀξύς]], εἰς ὀξὺ ἀπολήγων, ἐπὶ τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Ἀγμ. 773. ΙΙ. μεταφορ., [[ὀξύθυμος]], ὁ [[ταχέως]] ὀργιζόμενος, οὐ [[μάχιμος]], οὐ [[πάροξυς]] Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 2. 8.
|lstext='''πάροξυς''': υ, [[ὀξύς]], εἰς ὀξὺ ἀπολήγων, ἐπὶ τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Ἀγμ. 773. ΙΙ. μεταφορ., [[ὀξύθυμος]], ὁ [[ταχέως]] ὀργιζόμενος, οὐ [[μάχιμος]], οὐ [[πάροξυς]] Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 2. 8.
}}
{{grml
|mltxt=-υ, γεν. -έος, Α [[οξύς]]<br /><b>1.</b> (για σπασμένο, με [[κάταγμα]] [[οστό]]) [[αιχμηρός]], [[οξύς]], που απολήγει σε οξύ [[άκρο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[οξύθυμος]], [[ευέξαπτος]], [[ευερέθιστος]], [[αψύς]], [[ορμητικός]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀμφακίας]]».
}}
}}