3,277,242
edits
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />obéissance.<br />'''Étymologie:''' [[πείθαρχος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />obéissance.<br />'''Étymologie:''' [[πείθαρχος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ [[πείθαρχος]]<br />το να υπακούει [[κανείς]] στις αρχές, στους ανωτέρους και σε [[καθετί]] που επιβάλλεται από νόμο ή [[διαταγή]] («[[πειθαρχία]] γὰρ ἐστι εὐπραξίας [[μήτηρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «στρατιωτική [[πειθαρχία]]» — η αυστηρή [[υπακοή]] [[κάθε]] κατώτερου σε βαθμό σε [[κάθε]] ανώτερο του σε θέματα που αφορούν [[εκτέλεση]] υπηρεσίας<br />β) «[[πειθαρχία]] πορείας»<br /><b>στρατ.</b> η [[ακριβής]] [[συμμόρφωση]] στρατιωτικών τμημάτων που πορεύονται στις διατάξεις του κανονισμού πορείας, για να αποφευχθούν ανωμαλίες και δυσάρεστες καταστάσεις<br />γ) «[[πειθαρχία]] [[πυρός]]»<br /><b>στρατ.</b> η πιστή [[τήρηση]] τών διαταγών και τών κανόνων για την [[εκτέλεση]] βολής από τους πυροβολητές [[κατά]] τον βομβαρδισμό ενός στόχου<br />δ) «[[τυφλή]] [[πειθαρχία]]» — [[πλήρης]] και [[χωρίς]] όρους [[υπακοή]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]], [[υποταγή]]. | |||
}} | }} |