3,274,917
edits
(Autenrieth) |
(31) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[wild]] [[dove]], [[wild]] [[pigeon]]. | |auten=[[wild]] [[dove]], [[wild]] [[pigeon]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[πελίη]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> το [[αγριοπερίστερο]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ πέλειαι</i><br />οι προφήτιδες ιέρειες της Δωδώνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[πέλεια]] έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. <i>πελύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίγεια</i>: [[λιγύς]]) και ανάγεται στην [[ίδια]] [[ρίζα]] <i>pel</i>- / <i>pol</i>- «[[γκρίζος]], [[φαιός]]» —με [[επίθημα]] –<i>ja</i> τών [[πελιδνός]], [[πελιός]], [[πολιός]]. Όπως και το λατ. <i>palumbes</i> «[[περιστέρι]]», το [[πουλί]] ονομάστηκε [[έτσι]] από το γκριζόμαυρο [[χρώμα]] του. Η [[ίδια]] [[ονομασία]] αποδόθηκε μεταφορικά και στις ιέρειες του μαντείου της Δωδώνης [[είτε]] λόγω παλαιάς θρησκευτικής παράδοσης για θηριομορφικές λατρευτικές εκδηλώσεις [[είτε]] λόγω τών κραυγών τών ιερειών όταν χρησμοδοτούσαν, κραυγών που θύμιζαν πουλιά, [[είτε]], [[τέλος]], για το [[χρώμα]] τών μαλλιών τους, που έμοιαζε με το γκριζωπό [[χρώμα]] τών περιστεριών (<b>πρβλ.</b> τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «[[πελείους]]<br /><i>Κῷοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς [[γέροντας]] καὶ τὰς πρεσβύλιδας</i>»). | |||
}} | }} |