πέλεια
English (LSJ)
ἡ, (cf. πελλός)
A dove or pigeon, esp. wild rock-pigeon, Columba livia, Od.15.527, etc.; φύγεν ὥς τε π. Il. 21.493; τρήρων (q.v.) πέλεια 23.853, Od.12.62, etc.; πτηνὴ π. S.Aj.140, cf. E. Ion 1197; ὑπόπτεροι π. S. Ph.289; cf. πελειάς 1.
II πέλειαι, αἱ, prophetic priestesses at Dodona, Paus.7.21.2, 10.12.10; cf. πελειάς ΙΙ and πελείους.
German (Pape)
[Seite 550] ἡ, die wilde Taube, nach ihrer schwarzblauen Farbe benannt; bei Hom. gew. Sinnbild der Furchtsamkeit, φύγεν ὥςτε πέλεια, Il. 21, 493; τρήρων, oft; Aesch. Prom. 859; πεφόβημαι πτηνῆς ὡς ὄμμα πελείας, Soph. Ai. 140; Phil. 259; πτηνὸς κῶμος πελειῶν, Eur. Ion 1197; Ar. Av. 575, nach Hom. S. das Folgde.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pigeon, colombe, oiseau.
Étymologie: πελός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέλεια -ας, ἡ [~ πελιός] duif.
Russian (Dvoretsky)
πέλεια: ἡ дикий голубь Hom., Soph., Eur. etc.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
και πελίη, ἡ, Α
1. το αγριοπερίστερο
2. στον πληθ. αἱ πέλειαι
οι προφήτιδες ιέρειες της Δωδώνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πέλεια έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. πελύς (πρβλ. λίγεια: λιγύς) και ανάγεται στην ίδια ρίζα pel- / pol- «γκρίζος, φαιός» —με επίθημα –ja τών πελιδνός, πελιός, πολιός. Όπως και το λατ. palumbes «περιστέρι», το πουλί ονομάστηκε έτσι από το γκριζόμαυρο χρώμα του. Η ίδια ονομασία αποδόθηκε μεταφορικά και στις ιέρειες του μαντείου της Δωδώνης είτε λόγω παλαιάς θρησκευτικής παράδοσης για θηριομορφικές λατρευτικές εκδηλώσεις είτε λόγω τών κραυγών τών ιερειών όταν χρησμοδοτούσαν, κραυγών που θύμιζαν πουλιά, είτε, τέλος, για το χρώμα τών μαλλιών τους, που έμοιαζε με το γκριζωπό χρώμα τών περιστεριών (πρβλ. τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. «πελείους
Κῷοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρεσβύλιδας»).
Greek Monotonic
πέλεια: ἡ (πελός)·
I. άγριο περιστέρι, «πέτρινο» περιστέρι, καλείται έτσι από το σκούρο χρώμα του, σε Ομηρ., Σοφ.
II. πέλειαι, αἱ, όνομα ιερειών-προφητισσών, πιθ. από τα προφητικά περιστέρια της Δωδώνης, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
πέλεια: ἡ, (πελὸς) ἡ ἀγρία περιστερά, Columba oenas (πρβλ. οἰνάς), οὕτως ὀνομασθεῖσα ἐκ τοῦ σκοτεινοῦ αὐτῆς χρώματος, Ὀδ. Ο. 526, κτλ.˙ ὡς σύμβολον δέους καὶ τρόμου, φύγεν ὥς τε πέλεια Ἰλ. Φ. 493˙ ἐντεῦθεν συνεχῶς καλεῖται τρήρων (ὅπερ κατήντησε νὰ τίθηται καθ’ ἑαυτὸ ἀντὶ τοῦ πέλεια), Ἰλ. Ε. 778, Ψ. 853, Ὀδ. Μ. 62, κτλ.˙ πτηνὴ π. Σοφ. Αἴ. 140, πρβλ. Εὐρ. Ἴων 853, ὑπόπτεροι π. Σοφ. Φ. 289˙ πρβλ. πελειὰς Ι. ΙΙ. πέλειαι, αἱ, ὄνομα τῶν προφητίδων ἱερειῶν τῶν παλαιῶν χρόνων, πιθ., ληφθὲν ἐκ τῶν μαντικῶν περιστερῶν τῆς Δωδώνης, Ἡρόδ. 2. 55, 57, Παυσ. 7. 21, 2., 10. 12, 10˙ ὡσαύτως πελειάδες, Σοφ. Τρ. 172. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πέλειαι˙ περιστεραί. καὶ αἱ ἐν Δωδώνῃ θεσπίζουσαι μάντεις. Ἀριστοτέλης φησὶ διαφέρειν περιστερὰς καὶ πελείας.»
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: wild pigeon, (Il.).
Other forms: πελειάς, -άδος, mostly pl. -άδες f.
Compounds: As 1. member in πελειο-θρέμμων feeding pigeons (A.); also metaph. as name of the priestesses of the sanctuary of Dodona (Hdt., S., Paus.).
Derivatives: πελείους Κῶοι καὶ οἱ Ήπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρεσβύτιδας H.
Origin: IE [Indo-European] [804] *pel- gray
Etymology: As so many animal-names (Chantraine Form. 98, Schwyzer 474) formation with ια-suffix; from that with the in animal-names also frequent αδ-suffix (Chantraine 354 a. 356, Schw. 508, Sommer Münch. Stud. 4,6f.) πελειάς. The masc. πελείους is sec. innovation. -- Clearly like e.g. Lat. palumbēs named after the colour and cognate with πελιός, πολιός, πελιτνός, but in detail not quite clear. Accent as in λίγεια, ἐλάχεια (s. vv.) a.o., so from an υ-stem *πελύς gray ? -- Because of their gray-white haircolour the priestesses in Dodona (like the old ones in Cos and Epeiros) were called "the doves"; so the prop. meaning not with Bq, WP. 2, 53, W.-Hofmann s. palleō "the Gray-headed Old Ones". -- Cf. περιστερά.
Middle Liddell
πέλεια, ἡ, πελός
I. the wild-pigeon, rock-pigeon, stock-dove, so called from its dark colour, Hom., Soph.
II. πέλειαι, ῶν, αἱ, name of prophetic priestesses, prob. borrowed from the prophetic doves of Dodona, Hdt.
Frisk Etymology German
πέλεια: {péleia}
Forms: πελειάς, -άδος, meist pl. -άδες f.
Grammar: f. (ep. poet. seit Il.),
Meaning: wilde Taube,
Composita: als Vorderglied in πελειοθρέμμων Tauben nährend (A.); auch übertragen als Ben. der Priesterinnen des Heiligtums von Dodona (Hdt., S., Paus.).
Derivative: Daneben πελείους· Κῶοι καὶ οἱ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρεσβύτιδας H.
Etymology: Wie so viele Tiernamen (Chantraine Form. 98, Schwyzer 474) Bildung mit ια-Suffix; davon mit dem in Tiernamen ebenfalls geläufigen αδ-Suffix (Chantraine 354 u. 356, Schw. 508, Sommer Münch. Stud. 4,6f.) πελειάς. Das mask. πελείους ist sekundäre Neubildung. — Offenbar wie z.B. lat. palumbēs nach der Farbe genannt und zu πελιός. πολιός, πελιτνός gehörig, aber im. einzelnen nicht ganz klar. Akz. wie λίγεια, ἐλάχεια (s. dd.) u.a., somit von einem υ-Stamm *πελύς grau ? — Wegen ihrer grauweißen Haarfarbe wurden die Priesterinnen in Dodona (ebenso wie die Alten in Kos und Epeiros) "die Tauben" genannt; eig. Bed. somit nicht mit Bq, WP. 2, 53, W.-Hofmann s. palleō "die Grauköpfigen Alten". — Vgl. περιστερά.
Page 2,496
Mantoulidis Etymological
ἡ (=ἀγριοπερίστερο) καί πελειάς. Ἀπό τό πελός ἤ πελλός (=μαυρόχρωμος) ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις πελαργός, πελιός (=μελανοκίτρινος), πελιδνός (=μαυροκίτρινος), πολιός, Πέλοψ, Πελίας.