Anonymous

πεισματικός: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_10)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεισμᾰτικός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] πρὸς [[καλῴδιον]]· μεταφορ., πεισματώδης, [[ἐπίμονος]], Εὐστ. 1927. 7. - Επίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.
|lstext='''πεισμᾰτικός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] πρὸς [[καλῴδιον]]· μεταφορ., πεισματώδης, [[ἐπίμονος]], Εὐστ. 1927. 7. - Επίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πεισματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[[πείσμα]], -<i>ατος</i> (Ι)]<br />αυτός που επιμένει [[σταθερά]] και επίμονα σε [[κάτι]], [[πεισματάρικος]], [[επίμονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πεισματικά</i><br />λόγοι ή πράξεις πεισματικές, πείσματα<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. στην αιτ. ως επίρρ.) <i>πεισματικά</i><br />με [[πείσμα]], με [[επιμονή]], με [[ισχυρογνωμοσύνη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> όμοιος με χοντρό [[σχοινί]], με [[καραβόσκοινο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[πεισματάρης]], ο [[επίμονος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πεισματικώς</i> / <i>πεισματικῶς</i> ΝΜΑ, <i>πεισματικά</i> Ν<br />με [[πείσμα]], με [[ισχυρογνωμοσύνη]], πολύ επίμονα.
}}
}}