3,277,172
edits
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δ. γρφ. [[πεντασύριγγος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πέντε]] σύριγγες, [[πέντε]] οπές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πεντεσύριγγον [[ξύλον]]»<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> ξύλινο όργανο βασανισμού το οποίο είχε [[πέντε]] οπές [[μέσα]] από τις οποίες διαπερνούσαν τον τράχηλο, τα χέρια και τα πόδια τών βασανιζομένων κακούργων<br />β) «[[πεντεσύριγγος]] [[νόσος]]»<br />(με μτφ. σημ.) η [[παράλυση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντε</i>- / <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σῦριγξ]], -<i>γγος</i>]. | |mltxt=και δ. γρφ. [[πεντασύριγγος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πέντε]] σύριγγες, [[πέντε]] οπές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πεντεσύριγγον [[ξύλον]]»<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> ξύλινο όργανο βασανισμού το οποίο είχε [[πέντε]] οπές [[μέσα]] από τις οποίες διαπερνούσαν τον τράχηλο, τα χέρια και τα πόδια τών βασανιζομένων κακούργων<br />β) «[[πεντεσύριγγος]] [[νόσος]]»<br />(με μτφ. σημ.) η [[παράλυση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντε</i>- / <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σῦριγξ]], -<i>γγος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πεντεσύριγγος:''' [ῡ], -ον ([[σῦριγξ]]), αυτός που έχει [[πέντε]] τρύπες, [[ξύλον]] πεντεσύριγγον, [[πάσσαλος]] για βασανισμό με [[πέντε]] οπές από τις οποίες περνούσαν το [[κεφάλι]], τα χέρια και τα πόδια των εγκληματιών, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |