Anonymous

πεπαρεῖν: Difference between revisions

From LSJ
31
(SL_2)
(31)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>πεπᾰρεῑν</b> [[defect]]. aor., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[show]] τὺ δὲ [[σάφα]] νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ [[πεπαρεῖν]] (P. 2.57)
|sltr=<b>πεπᾰρεῑν</b> [[defect]]. aor., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[show]] τὺ δὲ [[σάφα]] νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ [[πεπαρεῖν]] (P. 2.57)
}}
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. πεπορεῑν Α<br />(στον <b>Πίνδ.</b> και [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) το να επιδεικνύει ή να αποδεικνύει [[κανείς]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος τ. απαρεμφάτου αορ. με διπλασιασμό, άγνωστης ετυμολ., [[ενδεικτικός]] του λεξιλογίου της μαντικής και του μυστικισμού. Η [[σύνδεση]] του τ. με το λατ. <i>p</i><i>ā</i><i>reo</i> «[[φαίνομαι]], εμφανίζομαι» προσκρούει στη [[μακρότητα]] του λατ. -<i>ā</i>-].
}}
}}