Anonymous

πεπαρεῖν: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. πεπορεῑν Α<br />(στον <b>Πίνδ.</b> και [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) το να επιδεικνύει ή να αποδεικνύει [[κανείς]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος τ. απαρεμφάτου αορ. με διπλασιασμό, άγνωστης ετυμολ., [[ενδεικτικός]] του λεξιλογίου της μαντικής και του μυστικισμού. Η [[σύνδεση]] του τ. με το λατ. <i>p</i><i>ā</i><i>reo</i> «[[φαίνομαι]], εμφανίζομαι» προσκρούει στη [[μακρότητα]] του λατ. -<i>ā</i>-].
|mltxt=και δ. γρφ. πεπορεῑν Α<br />(στον <b>Πίνδ.</b> και [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) το να επιδεικνύει ή να αποδεικνύει [[κανείς]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος τ. απαρεμφάτου αορ. με διπλασιασμό, άγνωστης ετυμολ., [[ενδεικτικός]] του λεξιλογίου της μαντικής και του μυστικισμού. Η [[σύνδεση]] του τ. με το λατ. <i>p</i><i>ā</i><i>reo</i> «[[φαίνομαι]], εμφανίζομαι» προσκρούει στη [[μακρότητα]] του λατ. -<i>ā</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεπᾰρεῖν:''' απαρ. αορ. βʹ μόνο στον Πίνδ., [[επιδεικνύω]], [[δείχνω]] (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}