Anonymous

περδίκιον: Difference between revisions

From LSJ
32
(6_3)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περδίκιον''': [ῑ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[πέρδιξ]], Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 14, Ἔφιππος ἐν «Ὁμοίοις» 1. 8. ΙΙ. [[φυτόν]] τι, [[ἑλξίνη]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 11· «ἡ περδίκιος [[βοτάνη]]» Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[ἑλξίνη]], Γαλην. τ. 14, σ. 404.
|lstext='''περδίκιον''': [ῑ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[πέρδιξ]], Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 14, Ἔφιππος ἐν «Ὁμοίοις» 1. 8. ΙΙ. [[φυτόν]] τι, [[ἑλξίνη]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 11· «ἡ περδίκιος [[βοτάνη]]» Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[ἑλξίνη]], Γαλην. τ. 14, σ. 404.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[περδίκι]].
}}
}}