Anonymous

περίζωμα: Difference between revisions

From LSJ
32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />objet dont on se ceint :<br /><b>1</b> ceinture;<br /><b>2</b> tablier.<br />'''Étymologie:''' [[περιζώννυμαι]].
|btext=ατος (τό) :<br />objet dont on se ceint :<br /><b>1</b> ceinture;<br /><b>2</b> tablier.<br />'''Étymologie:''' [[περιζώννυμαι]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ, και [[περίζωσμα]] Α [[περιζώννυμι]]<br />[[κομμάτι]] από ύφασμα ή [[δέρμα]] που δένεται [[πίσω]] στη [[μέση]] και καλύπτει το μπροστινό [[μέρος]] του σώματος από τη [[μέση]] ώς τα γόνατα, η [[ποδιά]], η [[μπροστέλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ξύλινη [[ζώνη]] [[κατά]] [[μήκος]] του πλοίου, [[δίπλα]] στην ίσαλο [[γραμμή]], για να το προστατεύει από προσκρούσεις [[κατά]] την [[επαφή]] του με την [[προβλήτα]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[στεφάνη]] ή [[ζώνη]] σε [[οικοδομή]] που χρησιμεύει για [[ενίσχυση]] ή για [[διακόσμηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ἀσκῶ ἐκ περιζώματος» — έχω το εξωτερικό [[σημάδι]] μιας τέχνης, τήν [[ασκώ]] αδέξια και επιπόλαια<br /><b>2.</b> «ἐν περιζώματι [[κινδυνεύω]]» — [[πολεμώ]] [[ελαφρά]] οπλισμένος.
}}
}}