3,277,636
edits
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />objet dont on se ceint :<br /><b>1</b> ceinture;<br /><b>2</b> tablier.<br />'''Étymologie:''' [[περιζώννυμαι]]. | |btext=ατος (τό) :<br />objet dont on se ceint :<br /><b>1</b> ceinture;<br /><b>2</b> tablier.<br />'''Étymologie:''' [[περιζώννυμαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ, και [[περίζωσμα]] Α [[περιζώννυμι]]<br />[[κομμάτι]] από ύφασμα ή [[δέρμα]] που δένεται [[πίσω]] στη [[μέση]] και καλύπτει το μπροστινό [[μέρος]] του σώματος από τη [[μέση]] ώς τα γόνατα, η [[ποδιά]], η [[μπροστέλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ξύλινη [[ζώνη]] [[κατά]] [[μήκος]] του πλοίου, [[δίπλα]] στην ίσαλο [[γραμμή]], για να το προστατεύει από προσκρούσεις [[κατά]] την [[επαφή]] του με την [[προβλήτα]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[στεφάνη]] ή [[ζώνη]] σε [[οικοδομή]] που χρησιμεύει για [[ενίσχυση]] ή για [[διακόσμηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ἀσκῶ ἐκ περιζώματος» — έχω το εξωτερικό [[σημάδι]] μιας τέχνης, τήν [[ασκώ]] αδέξια και επιπόλαια<br /><b>2.</b> «ἐν περιζώματι [[κινδυνεύω]]» — [[πολεμώ]] [[ελαφρά]] οπλισμένος. | |||
}} | }} |