Anonymous

περίλαμπρος: Difference between revisions

From LSJ
32
(6_16)
(32)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίλαμπρος''': -ον, [[λίαν]] [[λαμπρός]], ἀκτινοβόλος, Βυζ.
|lstext='''περίλαμπρος''': -ον, [[λίαν]] [[λαμπρός]], ἀκτινοβόλος, Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περίλαμπρος]], -ον, θηλ. και -η, ΝΜ<br />αυτός που εκπέμπει φως, που λάμπει από [[παντού]], [[περιλαμπής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περίφημος]], [[ξακουστός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιλάμπρως</i> ΝΜ και <i>περίλαμπρα</i> Ν<br />με περίλαμπρο τρόπο, με [[λαμπρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λαμπρός]].
}}
}}