Anonymous

περιπόνηρος: Difference between revisions

From LSJ
32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />très méchant.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πονηρός]].
|btext=ος, ον :<br />très méchant.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πονηρός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(ως [[λογοπαίγνιο]] στη λ. [[περιφόρητος]]) πολύ [[κακός]] [[άνθρωπος]], [[άνθρωπος]] πολύ κακής διαθέσεως («ὁ [[περιπόνηρος]] Ἀρτέμων... ὄζων κακὸν τῶν μασχαλῶν πατρὸς Τραγασαίου», <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιπονήρως</i> Μ<br />με περιπόνηρο τρόπο, με πολύ κακή [[διάθεση]].
}}
}}