Anonymous

περιπόνηρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπόνηρος''': -ον, [[λίαν]] [[πονηρός]], ὡς λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς λέξ. [[περιφόρητος]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 850. ― Ἐπίρρ. -ρως, Εὐστ. Πονημάτ. 161. 18.
|lstext='''περιπόνηρος''': -ον, [[λίαν]] [[πονηρός]], ὡς λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς λέξ. [[περιφόρητος]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 850. ― Ἐπίρρ. -ρως, Εὐστ. Πονημάτ. 161. 18.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />très méchant.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πονηρός]].
}}
}}