Anonymous

περιπατητής: Difference between revisions

From LSJ
32
(6_19)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπᾰτητής''': -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν, περιφερόμενος, Γλωσσ.
|lstext='''περιπᾰτητής''': -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν, περιφερόμενος, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜ και [[περπατητής]], θηλ. περιπατήτρια, Ν [[περιπατώ]] / [[περπατώ]]<br />αυτός που κάνει περίπατο για [[ξεκούραση]] και [[αναψυχή]].
}}
}}