Anonymous

περιρρεπής: Difference between revisions

From LSJ
32
(6_8)
(32)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιρρεπής''': -ές, ὁ ῥέπων πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], ἀντίθετ. τῷ [[ἰσόρροπος]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817.
|lstext='''περιρρεπής''': -ές, ὁ ῥέπων πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], ἀντίθετ. τῷ [[ἰσόρροπος]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α [[περιρρέπω]]<br />αυτός που ρέπει, που κλίνει [[προς]] το ένα [[μέρος]], αυτός που με την [[κλίση]] του ασκεί [[πίεση]] [[προς]] το ένα [[μέρος]] («αἱ πλάγιαι [κλίσεις] περιρρεπεῑς γίνονται τῇ κύστει», Ιπποκρ.).
}}
}}