3,274,873
edits
(c2) |
(32) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0606.png Seite 606]] ungebr. Thema, von dem einige tempp. zu [[πίπτω]] hergeleitet werden. S. auch [[πέτομαι]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0606.png Seite 606]] ungebr. Thema, von dem einige tempp. zu [[πίπτω]] hergeleitet werden. S. auch [[πέτομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=πετῶ, -άω, ΝΜ<br /><b>1.</b> [[ίπταμαι]], μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν [[πετά]] και κελαηδεί»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> κινούμαι [[ολοταχώς]] («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.)<br /><b>3.</b> [[βαδίζω]] [[γρήγορα]], τρέχοντας («επετούσαν [[προς]] την οικίαν εκείνην», Παπαδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για αεροπορικό [[ταξίδι]]) α) (για τον πιλότο) [[εκτελώ]] [[υπηρεσία]], [[κάνω]] [[πτήση]]<br />β) (για τον επιβάτη) [[ταξιδεύω]] με [[αεροπλάνο]] («τί ώρα πετάς;»)<br /><b>2.</b> [[εκτοξεύω]], [[εκσφενδονίζω]] («πετάει πολύ [[μακριά]] την [[πέτρα]]»)<br /><b>3.</b> [[διώχνω]] με βίαιο τρόπο («τον πέταξα έξω από το [[γραφείο]] μου»)<br /><b>4.</b> [[εκδιώκω]], [[απολύω]] ή [[μεταθέτω]] δυσμενώς κάποιον («τον πέταξαν από τη [[θέση]] του»)<br /><b>5.</b> [[απορρίπτω]] [[κάτι]], [[παύω]] να το [[χρησιμοποιώ]] ως ακατάλληλο (α. «πέταξέ το αυτό το παλιοπουκάμισο» β. «πέταξέ τα στα σκουπίδια»)<br /><b>6.</b> (για φυτά) [[εκβλαστάνω]] («η [[μηλιά]] πέταξε φύλλα»)<br /><b>7.</b> [[μεταφέρω]] κάποιον με όχημα («πέταξέ με ώς την [[πλατεία]]»)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «πετάνε τα μυαλά του» — [[είναι]] [[φαντασμένος]] ή [[επιπόλαιος]]<br />β) «πέταξε το [[πουλί]]» — χάθηκε η [[ευκαιρία]], [[είναι]] [[αργά]] πια για να γίνει [[κάτι]]<br />γ) «[[πετάω]] έναν λόγο» — [[κάνω]] κάποιον υπαινιγμό ή λέω [[κάτι]] προσβλητικό<br />δ) «[[πετώ]] τα μυαλά μου στον αέρα» — [[αυτοκτονώ]] με πυροβολισμό στο [[κεφάλι]]<br />ε) «[[πετάω]] [[μπόι]]» — [[ψηλώνω]]<br />στ) «πετάει το [[μάτι]] μου» — πάλλει αιφνίδια και παρατεταμένα το [[βλέφαρο]] μου<br />ζ) «πετάει - πετάει» — [[παιχνίδι]], [[κατά]] το οποίο προσπαθεί [[κάποιος]] να παρασύρει τους συμπαίκτες να σηκώσουν το [[χέρι]] για να δείξουν ότι πετούν διάφορα ζώα ή πράγματα<br />η) «πετάει η [[καρδιά]] μου» ή «πετάει η [[καρδούλα]] μου» — [[δείχνω]] υπερβολική [[ζωντάνια]] ή έχω ζωηρή [[επιθυμία]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br />θ) «η [[ομάδα]] πετάει» — το [[σύνολο]] τών συνεργατών σημειώνει εξαιρετική [[επιτυχία]] σε [[αγώνισμα]] ή σε [[εκτέλεση]] έργου<br />ι) «[[πετάω]] τα [[λόγια]] μου» ή «τις κουβέντες μου» — [[μιλώ]] άκριτα, επιπόλαια και [[προκαλώ]] [[κακό]]<br />ια) «του [[πετάω]] τα πράγματα έξω» — του [[κάνω]] [[έξωση]]<br />ιβ) «τον [[πετάω]] στον δρόμο» — του [[κάνω]] [[έξωση]] ή δεν [[δείχνω]] [[καμιά]] [[φροντίδα]] γι αυτόν, τον [[εγκαταλείπω]] ή τον [[απολύω]] από την [[εργασία]] του<br />ιγ) «της πέταξε τα μάτια έξω» — είχε [[συνουσία]] [[μαζί]] της με σκληρό και επώδυνο τρόπο<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> [[πετιέμαι]] και <i>πετιούμαι</i> και <i>πετάγομαι</i><br />α) [[πηγαίνω]] [[κάπου]] πολύ [[γρήγορα]], τρέχοντας ή για λίγο μόνο (α. «πετάξου να μού φέρεις τσιγάρα» β. «θα πεταχτώ να σε δω για λίγο»)<br />β) σηκώνομαι από τη [[θέση]] μου απότομα («πετάχθηκε [[μόλις]] την είδε»)<br />γ) [[παρεμβαίνω]] άκαιρα ή με [[προπέτεια]] στη [[συζήτηση]] άλλων (α. «να μην πετιέσαι ὁταν μιλούν οι άλλοι» β. «τί πετάχθηκες στη [[μέση]];»)<br />δ) υψώνομαι ή εκτοξεύομαι με [[ορμή]] (α. «το [[νερό]] πετάχθηκε [[ψηλά]]» β. «το [[αίμα]] πετάχθηκε ώς εδώ»)<br /><b>10.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επιθ.) [[πεταμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) ριγμένος, [[άχρηστος]] («πεταμένα χαρτιά»)<br />β) [[μάταιος]], [[άσκοπος]] (α. «πεταμένοι κόποι» β. «πεταμένα λεφτά»)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πετιέμαι]] στον ύπνο μου» — έχω ανήσυχο ύπνο, τινάζομαι ασυναίσθητα [[κατά]] τον ύπνο μου<br />β) «[[πετιέμαι]] σαν [[κοκοράκι]]» ή «σαν [[ραπανάκι]]» — [[παρεμβαίνω]] με [[προπέτεια]] στη [[συζήτηση]] άλλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικά από <span style="color: red;"><</span> <i>πετάσω</i>, <i>επέτασα</i> (μέλλ. και αόρ. του ρ. [[πετάννυμι]]) [[κατά]] το [[σχήμα]]: <i>γελάσω</i> - <i>εγέλασα</i> - [[γελώ]]]. | |||
}} | }} |