Anonymous

πιδακόεις: Difference between revisions

From LSJ
32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br />de source.<br />'''Étymologie:''' [[πῖδαξ]].
|btext=όεσσα, όεν;<br />de source.<br />'''Étymologie:''' [[πῖδαξ]].
}}
{{grml
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] από πηγές, από αναβρύστρες («Ἄσκρην, ἥ θ' Ἑλικῶνα ἔχει [[πόδα]] πιδακόεντα», Ηγησίν.)<br /><b>2.</b> αυτός που αναβλύζει σαν [[πηγή]] («τάκομαι ὡς πετρίνα πιδακόεσσα [[λιβάς]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῖδαξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>].
}}
}}