Anonymous

πιδακόεις: Difference between revisions

From LSJ
6
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] από πηγές, από αναβρύστρες («Ἄσκρην, ἥ θ' Ἑλικῶνα ἔχει [[πόδα]] πιδακόεντα», Ηγησίν.)<br /><b>2.</b> αυτός που αναβλύζει σαν [[πηγή]] («τάκομαι ὡς πετρίνα πιδακόεσσα [[λιβάς]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῖδαξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>].
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] από πηγές, από αναβρύστρες («Ἄσκρην, ἥ θ' Ἑλικῶνα ἔχει [[πόδα]] πιδακόεντα», Ηγησίν.)<br /><b>2.</b> αυτός που αναβλύζει σαν [[πηγή]] («τάκομαι ὡς πετρίνα πιδακόεσσα [[λιβάς]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῖδαξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῑδᾰκόεις:''' -εσσα, -εν ([[πῖδαξ]]), αυτός που εξορμά, αναβλύζει, που διοχετεύεται, [[ορμητικός]], σε Ευρ.
}}
}}