3,277,819
edits
(6_20) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πηλᾰκίζω''': πηλᾰκισμός, παρὰ Σουΐδ. καὶ Μεγ. Ἐτυμολ. πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[προπηλακίζω]], -ισμός. ― Ὡσαύτως μνημονεύεται ἡ [[λέξις]] πῆλαξ ὡς [[ῥίζα]]· πρβλ. [[πῆλυξ]], καὶ ἴδε [[προπηλακίζω]], [[προπηλακισμός]]. | |lstext='''πηλᾰκίζω''': πηλᾰκισμός, παρὰ Σουΐδ. καὶ Μεγ. Ἐτυμολ. πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[προπηλακίζω]], -ισμός. ― Ὡσαύτως μνημονεύεται ἡ [[λέξις]] πῆλαξ ὡς [[ῥίζα]]· πρβλ. [[πῆλυξ]], καὶ ἴδε [[προπηλακίζω]], [[προπηλακισμός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[ρίχνω]] [[λάσπη]], [[πετάω]] [[λάσπη]] [[εναντίον]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πηλακίζω]] που μαρτυρείται μόνο σε πάπυρο και στο <i>Μέγα Ετυμολογικόν Λεξικόν</i> [[μάλλον]] επινοήθηκε, όπως και ο τ. [[πήλαξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πηλός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i>) από τους λεξικογράφους προκειμένου να δικαιολογηθεί ο [[σχηματισμός]] του συνθ. <i>προ</i>-[[πηλακίζω]]]. | |||
}} | }} |