Anonymous

πιτυλίζω: Difference between revisions

From LSJ
32
(6_22)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῐτῠλίζω''': ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πιτσυλίζω», πιτυλίζειν [[γάλα]] ἐν φύλλοις μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ. ΙΙ. κινῶ κανονικῶς [[χάριν]] γυμνάσεως τὰς χεῖράς μου ὡς οἱ κωπηλατοῦντες, καὶ ὡς νῦν οἱ ἀσκούμενοι διὰ σιδηρῶν βαρῶν ἢ κορυνῶν, Γαλην. Ὑγιεινῶν 2 [10]: ― [[ἐντεῦθεν]] πῐτύλισμα, τό, πᾶσα ταχεῖα καὶ κανονικὴ [[κίνησις]], [[φορά]], διάφ. γραφ. ἀντὶ πύτισμα, Ἰουβεν. 11. 173.
|lstext='''πῐτῠλίζω''': ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πιτσυλίζω», πιτυλίζειν [[γάλα]] ἐν φύλλοις μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ. ΙΙ. κινῶ κανονικῶς [[χάριν]] γυμνάσεως τὰς χεῖράς μου ὡς οἱ κωπηλατοῦντες, καὶ ὡς νῦν οἱ ἀσκούμενοι διὰ σιδηρῶν βαρῶν ἢ κορυνῶν, Γαλην. Ὑγιεινῶν 2 [10]: ― [[ἐντεῦθεν]] πῐτύλισμα, τό, πᾶσα ταχεῖα καὶ κανονικὴ [[κίνησις]], [[φορά]], διάφ. γραφ. ἀντὶ πύτισμα, Ἰουβεν. 11. 173.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[πίτυλος]]<br /><b>1.</b> [[εκτελώ]] κανονικές, ρυθμικές κινήσεις όπως οι κωπηλάτες ή αυτοί που ασκούνται με βάρη ή με κορύνες<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]], [[εκσφενδονίζω]] [[υγρό]] εδώ κι [[εκεί]], [[ολόγυρα]], [[πιτσυλίζω]].
}}
}}