πιτυλίζω

From LSJ

Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl

Menander, Monostichoi, 147
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐτῠλίζω Medium diacritics: πιτυλίζω Low diacritics: πιτυλίζω Capitals: ΠΙΤΥΛΙΖΩ
Transliteration A: pitylízō Transliteration B: pitylizō Transliteration C: pitylizo Beta Code: pituli/zw

English (LSJ)

A practise regular swinging of the arms, as with dumb-bells, Gal.6.133, 144.
2 dart about, ἰχθύων γένεσιν ἐν κολύμβοις -ίζουσαν Anon. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 622] = πιτυλεύω, bes. in der Fechtkunst von einer schnellen Bewegung der Hände; Schol. Ar. Vesp. 678 u. Suid.; Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πῐτῠλίζω: ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πιτσυλίζω», πιτυλίζειν γάλα ἐν φύλλοις μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ. ΙΙ. κινῶ κανονικῶς χάριν γυμνάσεως τὰς χεῖράς μου ὡς οἱ κωπηλατοῦντες, καὶ ὡς νῦν οἱ ἀσκούμενοι διὰ σιδηρῶν βαρῶν ἢ κορυνῶν, Γαλην. Ὑγιεινῶν 2 [10]: ― ἐντεῦθεν πῐτύλισμα, τό, πᾶσα ταχεῖα καὶ κανονικὴ κίνησις, φορά, διάφ. γραφ. ἀντὶ πύτισμα, Ἰουβεν. 11. 173.

Greek Monolingual

Α πίτυλος
1. εκτελώ κανονικές, ρυθμικές κινήσεις όπως οι κωπηλάτες ή αυτοί που ασκούνται με βάρη ή με κορύνες
2. ρίχνω, εκσφενδονίζω υγρό εδώ κι εκεί, ολόγυρα, πιτσυλίζω.