Anonymous

πλάνησις: Difference between revisions

From LSJ
32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’égarer, de disperser.<br />'''Étymologie:''' [[πλανάω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’égarer, de disperser.<br />'''Étymologie:''' [[πλανάω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, ΜΑ [[πλανώμαι]]<br /><b>μτφ.</b> [[αποπλάνηση]], [[εξαπάτηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[πλανώ]], η [[απομάκρυνση]] από την [[ευθεία]], την ορθή οδό, [[περιπλάνηση]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[διασπορά]], [[διασκόρπιση]].
}}
}}