Anonymous

πλάνησις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλάνησις''': -εως, ἡ, διασκόρπισις, [[διασπορά]], τῶν νεῶν Θουκ. 8. 42. 2) μεταφορ., [[ἀποπλάνησις]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 394.
|lstext='''πλάνησις''': -εως, ἡ, διασκόρπισις, [[διασπορά]], τῶν νεῶν Θουκ. 8. 42. 2) μεταφορ., [[ἀποπλάνησις]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 394.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’égarer, de disperser.<br />'''Étymologie:''' [[πλανάω]].
}}
}}