Anonymous

πλατύστερνος: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_17)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλατύστερνος''': -ον, ὁ ἔχων πλατὺ [[στῆθος]], κύνες Γεωπ. 19. 2, 1.
|lstext='''πλατύστερνος''': -ον, ὁ ἔχων πλατὺ [[στῆθος]], κύνες Γεωπ. 19. 2, 1.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πλατύστερνος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πλατύ, ευρύ [[στέρνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στέρνον]].
}}
}}