Anonymous

πλίγμα: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_21)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλίγμα''': τό, ([[πλίσσομαι]]) «[[πλίγμα]]· βῆμα. ἀπὸ τῶν κυλιομένων καὶ παλαιόντων, [[ὅταν]] περιβάντες τοῖς σκέλεσι κατέχωσι (κατατρέχωσιν Heins.)» Ἡσύχ., Φώτ. ([[ἔνθα]] [[πλῆγμα]])· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 217. ΙΙ. = [[πλιχάς]], Ἱππ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ὀδ. Ζ. 318, Ἐτυμολ. Μέγ. 395. 12. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θϳ, σ. 144 κἑξ.
|lstext='''πλίγμα''': τό, ([[πλίσσομαι]]) «[[πλίγμα]]· βῆμα. ἀπὸ τῶν κυλιομένων καὶ παλαιόντων, [[ὅταν]] περιβάντες τοῖς σκέλεσι κατέχωσι (κατατρέχωσιν Heins.)» Ἡσύχ., Φώτ. ([[ἔνθα]] [[πλῆγμα]])· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 217. ΙΙ. = [[πλιχάς]], Ἱππ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ὀδ. Ζ. 318, Ἐτυμολ. Μέγ. 395. 12. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θϳ, σ. 144 κἑξ.
}}
{{grml
|mltxt=-ατος, τὸ, Α [[πλίσσομαι]]<br /><b>1.</b> [[άνοιγμα]] τών ποδιών, η [[απόσταση]] [[ανάμεσα]] σε ανοιχτά πόδια, [[δρασκελιά]], [[βήμα]]<br /><b>2.</b> το [[διάστημα]] [[μεταξύ]] τών μηρών, η [[πλιχάς]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> παλαιστικό [[τέχνασμα]], ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) [[πεδίκλωμα]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ πλίγματα</i><br />τα πηδήματα.
}}
}}