Anonymous

πλίγμα: Difference between revisions

From LSJ
6_21
(13_4)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0636.png Seite 636]] τό, 1) der Schritt, πλίγματα, πηδήματα, Schol. Ar. Ach. 217. – 2) der Stand mit auseinandergesperrten Beinen, τὸ [[διάστημα]] τῶν ποδῶν, E. M; auch τὸ μεταξὺ τῶν μηρῶν [[διάστημα]], Schol. Od. 6, 318. – Ein Kunstgriff beim Ringen, das Beinunterschlagen, Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0636.png Seite 636]] τό, 1) der Schritt, πλίγματα, πηδήματα, Schol. Ar. Ach. 217. – 2) der Stand mit auseinandergesperrten Beinen, τὸ [[διάστημα]] τῶν ποδῶν, E. M; auch τὸ μεταξὺ τῶν μηρῶν [[διάστημα]], Schol. Od. 6, 318. – Ein Kunstgriff beim Ringen, das Beinunterschlagen, Hesych.
}}
{{ls
|lstext='''πλίγμα''': τό, ([[πλίσσομαι]]) «[[πλίγμα]]· βῆμα. ἀπὸ τῶν κυλιομένων καὶ παλαιόντων, [[ὅταν]] περιβάντες τοῖς σκέλεσι κατέχωσι (κατατρέχωσιν Heins.)» Ἡσύχ., Φώτ. ([[ἔνθα]] [[πλῆγμα]])· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 217. ΙΙ. = [[πλιχάς]], Ἱππ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ὀδ. Ζ. 318, Ἐτυμολ. Μέγ. 395. 12. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θϳ, σ. 144 κἑξ.
}}
}}