3,273,446
edits
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />créancier d’une masse formée de cotisations.<br />'''Étymologie:''' [[πληρόω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />créancier d’une masse formée de cotisations.<br />'''Étymologie:''' [[πληρόω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. πληρώτρια, η, ΝΑ, και [[πλερωτής]] Ν [[πληρώ]] / [[πληρώνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει χρηματικό [[ποσό]] για [[αγορά]]<br /><b>2.</b> αυτός που καταβάλλει ένα [[ποσό]] για την [[εξόφληση]] οφειλής, [[είτε]] [[είναι]] ο [[ίδιος]] [[οφειλέτης]] [[είτε]] ενεργεί για λογαριασμό άλλου ατόμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με γραμμάτια και συναλλαγματικές) αυτός που έχει την [[υποχρέωση]] της εξόφλησής τους, ο [[εκδότης]] του γραμματίου ή ο [[αποδέκτης]] της συναλλαγματικής<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «[[εγγυητής]] και [[πληρωτής]]» — [[συνήθως]] ο εγγυώμενος πληρώνει αυτός ο [[ίδιος]] από τα δικά του για τον πρωτοφειλέτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που απαρτίζει, που συγκροτεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που συμπληρώνει έγγραφα<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> αυτός που εκπληρώνει τον [[θείο]] νόμο ή ένα [[τυπικό]]<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ πληρωταί</i><br />[[αξίωμα]], [[πιθανώς]] οικονομικής φύσεως, στην Αίγυπτο, την [[εποχή]] τών Πτολεμαίων. | |||
}} | }} |