Anonymous

πληρωτής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πληρωτής''': -οῦ ὁ, πληρῶν, συμπληρωτής, πλ. = [[ἐρανάρχης]], (ἐράνου [[συναγωγός]], Ἡσύχ.), Δημ. 547, 18., 574, 14, 776. 7, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς Ἡσύχ. 3. σ. 980, ἔκδ. Ἀλβέρτου. ΙΙ. ὁ ἀποτίνων, πληρώνων, οἱ τῶν χρεωστούντων πληρωταί, οἱ πληρώνοντες τὰ χρέη τῶν χρεωστούντων, Εὐσ. Ἀλεξ. 425D.
|lstext='''πληρωτής''': -οῦ ὁ, πληρῶν, συμπληρωτής, πλ. = [[ἐρανάρχης]], (ἐράνου [[συναγωγός]], Ἡσύχ.), Δημ. 547, 18., 574, 14, 776. 7, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς Ἡσύχ. 3. σ. 980, ἔκδ. Ἀλβέρτου. ΙΙ. ὁ ἀποτίνων, πληρώνων, οἱ τῶν χρεωστούντων πληρωταί, οἱ πληρώνοντες τὰ χρέη τῶν χρεωστούντων, Εὐσ. Ἀλεξ. 425D.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />créancier d’une masse formée de cotisations.<br />'''Étymologie:''' [[πληρόω]].
}}
}}