Anonymous

ποίκιλμα: Difference between revisions

From LSJ
33
(Autenrieth)
(33)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ατος ([[ποικίλλω]]): [[any]] [[variegated]] [[work]], broidery, Il. 6.294 and Od. 15.107. (The [[cut]] represents a [[woman]] embroidering.)
|auten=ατος ([[ποικίλλω]]): [[any]] [[variegated]] [[work]], broidery, Il. 6.294 and Od. 15.107. (The [[cut]] represents a [[woman]] embroidering.)
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[ποικίλλω]]<br /><b>1.</b> [[στολίδι]], [[κόσμημα]], [[πλουμίδι]] («[[πέπλος]] μεστὸς τῶν τοιούτων ποικιλμάτων ἀνάγεται εἰς τὴν ἀκρόπολιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τα ποικίλματα</i><br /><b>μουσ.</b> ελεύθεροι ή τυποποιημένοι τρόποι άρθρωσης του βασικού σκελετού μιας μελωδίας, που συμβολίζονται με μια γραφική [[παράσταση]], αλλ. καλλωπισμοί ή μελίσματα ή φιοριτούρες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ύφασμα κεντημένο, [[κέντημα]]<br /><b>2.</b> [[διαφοροποίηση]], [[ποικιλομορφία]], [[ποικιλία]].
}}
}}