3,274,752
edits
(6_11) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποιμαντικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ ποιμενικὰ καθήκοντα, [[ποιμαντορικός]], ἐπὶ θρησκευτικῆς σημασίας, Ἐκκλ. ― ἡ ποιμαντικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ τοῦ ποιμένος [[τέχνη]]. Ἡσύχ. | |lstext='''ποιμαντικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ ποιμενικὰ καθήκοντα, [[ποιμαντορικός]], ἐπὶ θρησκευτικῆς σημασίας, Ἐκκλ. ― ἡ ποιμαντικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ τοῦ ποιμένος [[τέχνη]]. Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ποιμαντικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ποιμαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, [[ποιμενικός]], [[βουκολικός]] («ποιμαντική [[βακτηρία]]», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πνευματικό ή θρησκευτικό αρχηγό, ο [[ποιμαντορικός]] («ποιμαντική [[ράβδος]]» — μετάλλινη ή ξύλινη [[ράβδος]] με αρχαιότατη [[προέλευση]] την οποία φέρουν οι αρχιερείς και οι ηγούμενοι τών ιερών μονών [[κατά]] τις ιερές ακολουθίες ως [[έμβλημα]] της εξουσίας τους και της οποίας η [[λαβή]] έχει [[άκρα]] κεκαμμένα [[προς]] τα άνω σε [[σχήμα]] Ψ και τη [[μορφή]] δύο όφεων οι οποίοι προσβλέπουν [[προς]] τον σταυρό που βρίσκεται ανάμεσά τους)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ποιμαντική</i><br /><b>εκκλ.</b> το [[μάθημα]] του πρακτικού κλάδου της θεολογίας, στο οποίο διδάσκονται τα καθήκοντα τών ποιμένων, τών κληρικών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ποιμαντική</i><br />(για πνευματικούς και θρησκευτικούς αρχηγούς) η [[τέχνη]] της καθοδήγησης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) η [[τέχνη]] του ποιμένα, του βοσκού<br />β) το [[αξίωμα]] του επισκόπου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ποιμαντικόν</i><br />το [[ποίμνιο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ποιμαντικῶς</i> Μ<br />όπως ο [[ποιμένας]] της Εκκλησίας. | |||
}} | }} |