Anonymous

ποιμαντικός: Difference between revisions

From LSJ
6_11
(13_2)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0651.png Seite 651]] zum Weiden gehörig, geschickt, ἡ ποιμαντική, sc. [[τέχνη]], die Weidekunft, Kunst od. Geschicklichkeit der Hirten, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0651.png Seite 651]] zum Weiden gehörig, geschickt, ἡ ποιμαντική, sc. [[τέχνη]], die Weidekunft, Kunst od. Geschicklichkeit der Hirten, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ποιμαντικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ ποιμενικὰ καθήκοντα, [[ποιμαντορικός]], ἐπὶ θρησκευτικῆς σημασίας, Ἐκκλ. ― ἡ ποιμαντικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ τοῦ ποιμένος [[τέχνη]]. Ἡσύχ.
}}
}}