Anonymous

πολυανάλωτος: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_16)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυανάλωτος''': -ον, [[πολυδάπανος]], [[πολυτελής]], Ἐτυμολ. Μέγ. 750. 48.
|lstext='''πολυανάλωτος''': -ον, [[πολυδάπανος]], [[πολυτελής]], Ἐτυμολ. Μέγ. 750. 48.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[άσωτος]], [[σπάταλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που απαιτεί μεγάλα έξοδα, [[πολυδάπανος]], [[πολυέξοδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀναλῶ</i> / [[ἀναλίσκω]] «[[δαπανώ]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-[[ανάλωτος]])].
}}
}}