πολυανάλωτος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰλ], ον,
A prodigal, Vett. Val.48.25.
II causing much expense, very expensive, Glossaria on πολυτελές, EM750.47.
German (Pape)
[Seite 659] viel Aufwand erfordernd, E. M. p. 750, 48.
Greek (Liddell-Scott)
πολυανάλωτος: -ον, πολυδάπανος, πολυτελής, Ἐτυμολ. Μέγ. 750. 48.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. άσωτος, σπάταλος
2. αυτός που απαιτεί μεγάλα έξοδα, πολυδάπανος, πολυέξοδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀναλῶ / ἀναλίσκω «δαπανώ» (πρβλ. ευανάλωτος)].