Anonymous

ποδηγία: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_9)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποδηγία''': ἡ, (ποδηγὸς) τὸ ποδηγετεῖν, ὁδηγεῖν, [[ὁδηγία]], Λυκόφρ. 846.
|lstext='''ποδηγία''': ἡ, (ποδηγὸς) τὸ ποδηγετεῖν, ὁδηγεῖν, [[ὁδηγία]], Λυκόφρ. 846.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[ποδηγός]]<br />το να οδηγεί [[κανείς]] κάποιον [[άλλο]], η [[καθοδήγηση]].
}}
}}