Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
Full diacritics: ποδηγία | Medium diacritics: ποδηγία | Low diacritics: ποδηγία | Capitals: ΠΟΔΗΓΙΑ |
Transliteration A: podēgía | Transliteration B: podēgia | Transliteration C: podigia | Beta Code: podhgi/a |
[Seite 643] ἡ, Führung, Leitung, Anleitung, Sp., wie Lycophr. 11. 846.
ποδηγία: ἡ, (ποδηγὸς) τὸ ποδηγετεῖν, ὁδηγεῖν, ὁδηγία, Λυκόφρ. 846.
ἡ, Α ποδηγός
το να οδηγεί κανείς κάποιον άλλο, η καθοδήγηση.