Anonymous

πολυθερής: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_7)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠθερής''': -ές, ([[θέρω]]) ὁ πολλοὺς τρέφων, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 191.
|lstext='''πολῠθερής''': -ές, ([[θέρω]]) ὁ πολλοὺς τρέφων, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 191.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(για ζώα) αυτός που τρέφει πολλούς, [[πολύβοσκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θέρος]], <i>το</i>), <b>πρβλ.</b> <i>βου</i>-<i>θερής</i>].
}}
}}